- βοῦνις
- βοῦνις, ιδος, ἡ,A hilly,
Ἀπίαν βοῦνιν A.Supp.117
(lyr.); voc. ἰὼ γᾶ βοῦνι, πάνδικον σέβας (prob. for βουνῖτι ἔνδικον) ib.776 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀπίαν βοῦνιν A.Supp.117
(lyr.); voc. ἰὼ γᾶ βοῦνι, πάνδικον σέβας (prob. for βουνῖτι ἔνδικον) ib.776 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βούνις — βοῡνις, η (Α) [βουνός] (για περιοχή) βουνώδης … Dictionary of Greek
βοῦνις — hilly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοῦνι — βοῦνις hilly fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοῦνιν — βοῦνις hilly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek